- (υ)δρωπικιάζω
- (υ)δρωπικιάζω(υ)δρωπίκιασα, αμτβ., προσβάλλομαι από υδρωπικία (βλ. λ.).δρωπικιάζωπάσχω από δρώπικα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δρωπικιάζω — προσβάλλομαι ή πάσχω από υδρωπικία … Dictionary of Greek